προκαταρτίζω

προκαταρτίζω
4294 προκαταρτίζω
{с.гл., 1}
предуготовить, предварительно позаботиться, заранее обеспечивать (2Кор. 9:5).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προκαταρτίζω" в других словарях:

  • προκαταρτίζω — ΝΑ καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό) αρχ. διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταρτίζω — προκατάρτισα, προκαταρτίστηκα, προκαταρτισμένος, καταρτίζω από πριν, προετοιμάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκαταρτίζον — προκαταρτίζω complete beforehand pres part act masc voc sg προκαταρτίζω complete beforehand pres part act neut nom/voc/acc sg προκαταρτίζω complete beforehand pres part act masc voc sg προκαταρτίζω complete beforehand pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτίσαι — προκαταρτίζω complete beforehand aor inf act προκαταρτίσαῑ , προκαταρτίζω complete beforehand aor opt act 3rd sg προκαταρτίζω complete beforehand aor inf act προκαταρτίσαῑ , προκαταρτίζω complete beforehand aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατηρτισμένα — προκαταρτίζω complete beforehand perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προκατηρτισμένᾱ , προκαταρτίζω complete beforehand perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) προκατηρτισμένᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτιζόμενα — προκαταρτίζω complete beforehand pres part mp neut nom/voc/acc pl προκαταρτίζω complete beforehand pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτισθεῖσα — προκαταρτίζω complete beforehand aor part pass fem nom/voc sg προκαταρτίζω complete beforehand aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτισθῇ — προκαταρτίζω complete beforehand aor subj pass 3rd sg προκαταρτίζω complete beforehand aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτισθέντες — προκαταρτίζω complete beforehand aor part pass masc nom/voc pl προκαταρτίζω complete beforehand aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτίζειν — προκαταρτίζω complete beforehand pres inf act (attic epic) προκαταρτίζω complete beforehand pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρτίζοντες — προκαταρτίζω complete beforehand pres part act masc nom/voc pl προκαταρτίζω complete beforehand pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»